σκιατροφώ

σκιατροφώ
και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, -έω, Α
1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι
2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό
3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, -έομαι
α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο
β) (κατ' επέκτ.) είμαι φυγόπονος («σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκηιτροφέοντο», Ηρόδ.)
γ) (για φυτό) φυτρώνω και αναπτύσσομαι στη σκιά
4. (αμτβ.) φορώ καλύπτρα, έχω το κεφάλι μου καλυμμένο («σκιητροφέουσι... τιάρας φορέοντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. ῥιζο-τροφῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφίας — και σκιοτροφίας, ὁ, Α ο σκιατραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιατραφής / σκιατροφῶ + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφώ — έω, Α (αττ. τ.) βλ. σκιατροφῶ …   Dictionary of Greek

  • σκιητροφώ — έω, Α βλ. σκιατροφῶ …   Dictionary of Greek

  • σκιοτροφώ — έω, Α βλ. σκιατροφῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”